ένδακρυς

ένδακρυς
υς, υ заплаканный; полный слёз;

ένδακρυ ύφος — заплаканный вид


Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Смотреть что такое "ένδακρυς" в других словарях:

  • ένδακρυς — υ (AM ἔνδακρυς, υ) με δακρυσμένα μάτια …   Dictionary of Greek

  • δάκρυ — Υγρό διαφανές των δακρυϊκών αδένων, αντίδρασης αλκαλικής, το οποίο χρησιμεύει για την ύγρανση του βολβού του οφθαλμού και την απομάκρυνση ξένων σωμάτων. Το δ. περιέχει νερό και ανόργανες ουσίες, κυρίως χλωριούχο νάτριο και μαγνήσιο, θειούχο και… …   Dictionary of Greek

  • σύνδακρυς — άκρυος, ὁ, ἡ, ΜΑ γεμάτος δάκρυα, ένδακρυς*. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + δακρυς (< δάκρυ), πρβλ. περί δακρυς] …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»